- Λιβυρνίδες
- Λιβυρνίςthe Liburniansfem nom/voc plΛιβυρνικόςthe Liburniansfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λιβυρνίς — Οξύπρυμνο και οξύπρωρο πλοίο της ρωμαϊκής περιόδου. Πλοία του είδους χρησιμοποιήθηκαν το 48 π.Χ. στη διάρκεια του εμφυλίου πόλεμου μεταξύ Καίσαρα και Πομπήιου, καθώς και το 31 π.Χ. από τον Οκτάβιο εναντίον του Αντωνίου. Ο τελευταίος διέθετε πολύ… … Dictionary of Greek
Άκτιο — Ακρωτήριο του νομού Αιτωλοακαρνανίας, στην είσοδο του Αμβρακικού κόλπου, απέναντι από την Πρέβεζα, που απέχει από αυτήν μόλις 725 μ. Στο ακρωτήριο υπήρχε από τον 5ο αι. π.Χ. ο περίφημος ναός του Ακτίου Απόλλωνα. Κάθε δύο χρόνια γίνονταν ιππικοί… … Dictionary of Greek